-
1 εὐθένεια
εὐθένεια, ἡ,A supply, provisioning, ὀμνύω.. ἔχειν παρ' ἐμαυτῷ χοίρους.. εἰς τὴν εὐθένιαν (or - ίαν)τῆς.. πόλεως BGU 649.16
(ii A.D.); εἰς εὐθένειαν τῶν.. στρατιωτῶν.. οἴνου ξέστας ib.974.6 (iv A.D.), cf. PGoodsp.Cair.11.5 (iv A.D.), POxy.1412.6 (iii A.D.), 1261.7 (iv A.D.), PLond.3.1245.5 (iv A.D.); πᾶσαν εὐθένειαν supplies of all kinds, POxy. 1252v. 14 (iii A.D., but εὐθηνιαρχικός ib.17); [ᾠὰ] πρὸς διάπρασιν καὶ εὐθένιαν (or - ίαν) τῆς.. πόλεως ib.83.11 (iv A.D.), cf. PSI 4.309 (iv A.D.); ἐραυνηταῖς εὐθεν [ ίας] PFay.104.18 (iii A.D.);ἐπὶ τῶν μερισμῶν τῶν σπερμάτων καὶ τῆς εὐθενίας PTeb.397.19
(ii A.D., but κοσμητεύσας εὐθηνίας ib. 15,28); εὐθενίας ἔπαρχος, = Lat. praefectus annonae, IG14.1072 (Rome, ii A.D.); εὐθενείας ἔ. ib.917 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθένεια
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский